-
1 υποθεσις
- εως ἥ1) основа, принцип(τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας Arst.)
αἱ ἀρχαὴ καὴ αἱ ὑποθέσεις τῶν πράξεων Dem. — руководящие принципы деятельности2) предмет, тема, вопросτὸ περὴ τέν ἡμετέραν ὑπόθεσιν θεώρημα Polyb. — содержание нашей темы;
ἐπὴ τῆς ὑποθέσεως μένειν Aeschin. — оставаться в рамках темы3) предприятие, начинание(πολύτεχνοι ὑποθέσεις Plut.)
οἱ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως προεστῶτες Polyb. — остающиеся при том же намерении4) предположение, условие, гипотезаὑπόθεσιν ὑποτιθέναι Xen., Plat. — делать предположение;
ἐξ ὑποθέσεως, πρὸς ὑπόθεσιν или καθ΄ ὑπόθεσιν Sext., Arst. — в виде или на основании предположения, условно;ὑπόθεσιν λαβεῖν τι Arst. — принять что-л. как гипотезу5) предлог, повод6) предложение, совет(κατὰ τὰς ὑποθέσεις τὰς Ἀράτου Polyb.)
-
2 αναιρεω
(aor. 2 ἀνεῖλον, pf. ἀνῄρηκα)1) поднимать(ἀπὸ χθονός Hom.)
2) преимущ. med. ( о павших на поле битвы) подбирать, уносить для погребения (sc. νεκρούς Her., Arph., Xen., Plat.; τὰ ὀστᾶ Thuc.; ἀ. καὴ θἀπτειν Dem.)3) получать в награду(ἀέθλια Hom.)
4) преимущ. med. побеждать, выигрывать(ἀγῶνας, Ὀλυμπιάδα или Ὀλύμπια τεθρίππῳ Her.)
5) med. брать, приниматьἀνείλετο ἔγχος Hom. — он вооружился копьем;ἀναιρέεσθαι σῖτα Her. — добывать продовольствие;ἀναιρεῖσθαι κλῆρος Plat. — вынимать жребий;τὰ δικτύα ἀναιρεῖσθαι Arst. — тянуть невод;ποινέν ἀνελέσθαι τῆς ψυχῆς τινος Her. — взять выкуп за убийство кого-л.;ἀνελέσθαι γνώμην Her. — усвоить мнение;ἔχθρας ἀναιρεῖσθαι Plat. — начать враждовать;ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι Hom. — взяться за ум6) med. предпринимать(πόνους ὑπέρ τινος, πόλεμον Her. - ср. 13; ἔργον Plat.; πρᾶξιν Plut.)
7) подхватывать, уносить(τινα и τι Hom., Plat.)
8) med. становиться беременной, зачать(τινα Her.)
9) преимущ. med. ( о символическом обряде признания своего отцовства) поднимать, брать на руки (sc. παῖδα Isocr., Plut.), тж. усыновлять Arph.10) снимать, убирать (sc. τὰς σκηνάς Xen.)11) разрушать, уничтожать(πύργους Xen.; πόλεις Dem.)
ἀ. τινας θανάτοις Plat. — умерщвлять кого-л.12) убивать, истреблять(πολλούς Aesch., Her.; τὸ Φωκέων ἔθνος ἀνῃρημένον Dem.)
φαρμάκοις ἀνελεῖν Plut. — отравить13) прекращать(πόλεμον Polyb. - ср. 6; νεῖκος Theocr.)
ἀνελεῖν ἐκ μέσου τι Dem. — положить конец чему-л.;ἀνελεῖν τέν παρακαταθήκην Plat. — изъять (свой) денежный вклад14) свергать, сокрушать15) тж. med. расторгать(συνθήκας Isocr.; διαθήκας Isae.; συμμαχίαν Polyb.)
16) упразднять, отменять(νόμους Aeschin.): (μόρια)
, ὧν ἀναιρουμένων ἀναιρεῖται καὴ τὸ ὅλον Arst. части, с устранением которых устраняется и целое17) med. брать назад(γραφήν Dem.)
18) возражать, опровергать(τὰς ὑποθέσεις Plat.)
19) (воз)вещать, изрекать(χρηστήριον Her.; μαντείας Dem.)
Πλάτων ἀναιρεῖ, ὅτι οὔκ ἐστιν ἡδονέ τἀγαθόν Arst. — Платон утверждает, что наслаждение не есть благо;ἀνεῖλεν ἥ Πυθία Her., Plat. — Пифия изрекла;ἐν ταῖς μαντείαις ἀνῃρημένον Dem. — возвещенное в оракулах;ἀ. τι περί τινος Plat. — предписать (в оракуле) что-л. относительно чего-л.;οὓς ἂν ὅ θεὸς ἀνέλῃ Plat. — те, кого укажет божество
См. также в других словарях:
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
λοιπόν — (AM λοιπόν, Μ και λοιπός) (άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῡ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε...… … Dictionary of Greek
πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… … Dictionary of Greek
προσπορεύομαι — και δωρ. τ. ποτιπορεύομαι Α 1. πορεύομαι προς κάποιον, πλησιάζω κάποιον, σιμώνω 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω κάτι, συνήθως αξίωμα («προσπορευομένου πρὸς τὴν ἀγορανομίαν», Πολ.) 3. επιδιώκω τη σύναψη δανείου 4. επιζητώ τη μίσθωση, την… … Dictionary of Greek
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… … Dictionary of Greek
LOGOTHETA — Graece Λογοθέτης, in Gloss. Gr. Lat. Ratiocinator, discussor, disputator, qui rationes accepti et depensi expendit ac discutit; dictus est apud Procop. de Bello Goth. l. 3. c. 1. et 21. magistratus Aulae CPolitanae non unius generis. Duplices… … Hofmann J. Lexicon universale
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek